- τριπόνητος
- τρῐ-πόνητος ἔρις, fruit ofA threefold rivalry in toil, AP 6.286 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριπόνητος — ον, Α φρ. «τριπόνητος ἔρις» άμιλλα μεταξύ τριών εργατριών για τη διεκπεραίωση ενός έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόνητος (< πονῶ «μοχθώ, κοπιάζω»), πρβλ. χειρο πόνητος] … Dictionary of Greek
τριπόνητον — τριπόνητος threefold masc/fem acc sg τριπόνητος threefold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek